Γράφει ο Costinho
παίζουν κιθάρα, αυτή είναι η πραγματική ζωή
Χρήστος Βακαλόπουλος
Τους ακούς να κάνουν τους κήρυκες από τις αντέννες και το γυαλί και ψαρώνεις· ή ψαρώνει η θειά σου η νοικοκυραία κι ο οικογενειακός φίλος σου ο νοικοκύρης κι αυτός -παλιά ροκ, ροκάς- που έχει να κατέβει στο δρόμο από τότε που ο λαλιώτης πήγαινε στις επετείους του πολυτεχνείου και το γιαούρτι ήταν μόνο βραδινό γεύμα διαίτης. Ακούς τοπωνύμια της Αθήνας, άγνωστα, άβατα, ακούς για βίλες, ακούς για μπόμπες, για καλάσνικοφ, για απεργίες, όλα μαζί σ’ένα σάλιο, σ’ένα ρόγχο, κι όλες οι προτάσεις να κλείνουν με τη λέξη ανομία. Σε όλες τις κλίσεις, όλες τις εκφορές, σαν επωδός, ενώ προσπαθείς να συνταιριάξεις τη ντίσνεϊλαντ ενημέρωση με τα σκατά γύρω σου, αυτά που πλέον έχεις δει, τα βλέπεις, τα’χεις νιώσει ίσως -όχι ακόμα στο πετσί σου, αλλά κοντά είσαι, αν έχεις πετσί βέβαια.
Γιατί είσαι από αυτούς που γυρνάνε στο δρόμο και βλέπουν ζωή, βλέπεις τους ανθρώπους πως κινούνται, πως μιλάνε, πως σκυλοβρίζονται, πως ανταλάσσουν ματαιώσεις, πως λιώνει ο ένας μέσα στο κουρασμένο βλέμμα του άλλου, πως το μεροκάματο κι η αγωνία μουγκρίζουν κάτω από τις ρόδες των αυτοκινήτων, πως στην άσφαλτο αυλακώνεται ο επικαθήμενος ζόφος για να υποδεχτεί το αίμα. Το αίμα. Σε λίγο πρέπει να του κάνουν φανάρι να περνάει κι αυτό με τη σειρά του. Αυτοκίνητα, μοτοσυκλέτες, πεζοί, ματαιώσεις, αίμα. Εσύ γυρνάς στο δρόμο, χάνεσαι στις διαβάσεις, χαζεύεις τα κορίτσια και τ’αγόρια που κατάφεραν και έμειναν κορίτσια και αγόρια και κοιτάζουν κορίτσια και αγόρια, δεν έγιναν τέρατα, δεν έγιναν φρούρια, δεν έγιναν νόμοι, δεν έγιναν στατιστικά στοιχεία. Εσύ τα βλέπεις όλα στο δρόμο, γι’αυτό στο μεσημεριανό τραπέζι με τους νοικοκυραίους απόντες της πραγματικής ζωής, δεν μπορείς παρά να βγάλεις καπνούς. Ή να τρελαθείς, αφού η πραγματικότητα είναι άλλη από αυτή που ακούς στα στόματα των κοντινών σου. Την είδες πως είναι άλλη. Κι όταν ανοίξει η τηλεόρασή τους, όταν αρχίσουν την παρλάτα οι ληγμένες γραβάτες τους, η πραγματικότητα παραμορφώνεται κι άλλο.
Στο ψιθυρίζει ο Βακαλόπουλος όμως -και ξέρω πως απ’αυτό ακόμα κρατιέσαι- πως το σωστό είναι το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, σωστό είναι να είσαι φυσικός. Σιγά μην μπορούν αυτοί να τον ακούσουν. Αυτοί το σωστό το αγοράζουν, το βαφτίζουν, το χτενίζουν. Δεν είναι δικό τους, είναι κατοικίδιο. Είναι νοικιασμένο σωστό· είναι το νόμιμο. Γιατί υπάρχει κι αυτή η ανομία ξέρεις· νόμιμη εντελώς. Είναι οι νόμιμες πράξεις τους, οι πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, που καταργούν τους νόμους νόμιμα, νεότεροι νόμοι πάνω στους νέους πάνω στους παλιούς. Ο νόμος μπογιά· στρώσεις ολόκληρες από νόμους, σήμερα ο νόμος μας είναι καφεκόκκινος, αύριο τον κάνουμε μπλε να ταιριάζει με το αιγαίο και την ανάπτυξη. Έχουν βαφτίσει νόμο κάθε όρεξη και διεστραμμένη επιβουλή τους και ανομία χρίζεται πια η καθημερινή πράξη, ανομία είμαστε όλοι οι μακριά από τη διαστροφή, ανομία είναι το σωστό. Ανομία είναι η φυσική σου τάση να κοιτάξεις τον διπλανό σου, τον λιγότερο βολεμένο ή τον ανέστιο όσο κι εσύ, και να τον ρωτήσεις τι έχει, τι χρειάζεται. Το συσίτιο, η συλλογική κουζίνα, το κοινόβιο, το αυτοδιαχειριζόμενο στέκι. Όλα ανομία, όλα ποινικοποιημένα.
Κι από την άλλη, η ανομία του τουρισμού και της αυθαίρετης ανάπτυξης, των πρόσθετων διατάξεων και των επιπρόσθετων βουλευμάτων που διορθώνουν στη βράση το νόμο, η ανομία των υποσχόμενων αγορών, των τσιμεντωμένων ονειρώξεών τους, των βιασμένων τοπίων που δεν έχει μείνει δέντρο όρθιο. Στην ποιότητα της αυτής δημοκρατίας, της αυτού δημοκρατειότητας, ο νόμος είναι διάταξη και όχι μέτρο δικαιοσύνης. Τους ακούς να εκφέρουν το “δημοκρατικά εκλεγμένος” με χροιά και τόνο που εννοεί “κάνω ό,τι γουστάρω”. Ο δημοκρατικά διαβιών πολίτης δεν είναι εκλεγμένος, δεν είναι μέγεθος, δεν είναι φωνή, δεν κάνει τίποτα που να γουστάρει, δεν μπορεί να κάνει, δεν έχει δικαίωμα. Μόνο φόρους και ψήφο· κι ό,τι άλλο ξημερώσει ως άρρωστη όρεξη.
Για κάθε ανομία σου, έχουν μία μεγαλύτερη. Για κάθε φωνή που αρθρώνεις, έχουν κι από ένα οργανωμένο μόκο, μια εγκληματική ομερτά, πληρωμένη και μοιρασμένη σε χιλιάδες άπειρες τυπωμένες λέξεις και καλοχτενισμένη φωτοβολία -τηλεόραση με μπριγιαντίνη, στόματα που ανοιγοκλείνουν και εκπνέεουν κούφιες εικόνες, γεμάτες αίμα και ψέμα, τα τσιράκια του άρχοντα ηλιθίου που’λεγε κι ο Τζιμάκος. Για κάθε εγκαταλελειμένη βίλα που την πήρες κουφάρι και φύτεψες ζωή στους τοίχους, χτίζουν ένα Mall -το μεγαλύτερο αυθαίρετο στην ευρώπη, η πιο παράνομη κατάληψη δημόσιου χώρου έβερ. Για τα εκατοντάδες άδεια μπουκάλια που βρήκαν και σκούζουν και οδύρονται, έχουν από μια σπαρτιάτικη γιάφκα όπου όλα θάβονται γλυκά, τίποτα δε συνέβη, τίποτα δε συνέβη. Όπλα, εκρηκτικά, χειροβομβίδες, τεκμήρια αίματος, αλλά δε συνέβη τίποτα. Εκεί που βρωμάει θάνατος, δε συνέβη τίποτα, δικός τους είναι έτσι κι αλλιώς, τον θάβουν. Εκεί που μυρίζει ζωή, εκεί είναι που τους καίει. Γιατί σπάει μύτη η μυρωδιά της, γιατί τους μπαίνει στη μύτη, γιατί δεν το αντέχουν. Οι μάσκες που φοράνε για να μας γαμάνε με ιλουστρασιόν χαμόγελο και βαλσαμωμένο χάι από το πτώμα του πέτρου κωστόπουλου για να το χαιρόμαστε, δεν είναι ανομία. Οι μάσκες που φοράμε για να τους υποφέρουμε, για να αντέχουμε τις χημικές ανάσες τους, αυτές είναι.Τα τάγματα εφόδου στην υπηρεσία του Μεγάλου Θανατικού δεν είναι ανομία· οι απεργίες είναι. Οι διεκδικήσεις, οι σηκωμένες γροθιές, η αγκαλιά στο σύντροφο, το χαμόγελο πάνω από τις χειροπέδες. Ό,τι ζητάει ζωή.
Δεν είναι ανομία ο Κάβος, τα Μάλλια και το Φαληράκι, δεν είναι ανομία ο τουρισμός της πρέζας και του αλκοολικού ξύλου. Είναι όμως η σκηνή που έστησες στην Ανάφη, στην Ικαρία, στη Δονούσα, στην Ελαφόνησο· όσο δεν καταναλώνεις, παράγεις ανομία. Δεν είναι ανομία οι τσαμπουκάδες παρκαδόροι που δεν αφήνουν, με το αφορολόγητο μαύρο αζημίωτο, σπιθαμή ασφάλτου απάτητη -δημόσιας ασφάλτου, ναι. Ανομία είναι που ψάχνεις να παρκάρεις στο κέντρο της πόλης μπας και κάνεις κάποια δουλειά και έρχεται ο αργόσχολος τιμωρός ρουσφετόμπατσος του δήμου και σου κόβει μπουγιουρντί. Στην ανομία της αλληλεγγύης σου παίρνεις μαζί σου το πρεζάκι -τον ανέστιο και πλάνητα, τον ξεπεσμένο. Από αυτή την ανομία εξαιρείται η επίχρυση κόκα των κοσμικών γκαλά, η ντέλικεητ πρέζα της παραλιακής, οι διαλυμένες μύτες της πιο χάι μπουρζουαζίας που δεν μπορούν πια ούτε να μυρίσουν. Πέντε μπλοκ πάνω από την πλατεία Εξαρχείων, η τιμή της πρέζας διπλασιάζεται και έρχεται ντελίβερι σε βελουδένια πουγκιά να συνοδεύει το γκουρμέ σούσι, αλλά αυτό δεν είναι ανομία. Αυτό είναι ειδήσεις του σταρ, είναι η φωτεινή πλευρά της ζωής.
Κλείνουν το ΕΚΕΒΙ· ασύμφορη η διαχείριση του βιβλίου, δεν είναι κεφάλαιο το βιβλίο. Μας διαβεβαιώνουν όμως ότι η γιουροβίζιον τη γλίτωσε· θα απολαύσει κανονικά τη συμμετοχάρα μας, πάλι ουρλιαχτά με σημαιάκια. Σύμφορο αυτό· συμφορά. Λέω συμφορά και θυμάμαι τις φωτιές. Θυμάμαι τη Ζαχάρω, δήμαρχος λεβέντης. Εκλεγμένος· με κουμπούρι. Αποκαϊδια ο Καϊάφας σε δύο μέρες, αποχαρακτηρισμός από το πρόγραμμα natura σε μία μέρα. Αγορά της γης στη μισή τιμή, ιόνια οδός. Κι άλλες ευκαιρίες για κατανάλωση, μίζα, ξέπλυμα. Ανάπτυξη. Η ιδιωτική πρωτοβουλία αναγνωρίζεται μόνο άμα κυλάει χρήμα, μόνο όταν έχει στόχους. Ιδιωτική πρωτοβουλία δεν είναιδεκαπέντε παιδάκια που βάφουν τα πρόσωπά τους και χορεύουν πάνω σ’ένα μπαλόνι, ζωγραφίζοντας με όνειρο τους τοίχους ενός σπιτιού που αλλιώς θα’χε ρημάξει. Το κεφάλαιο αναγνωρίζει μόνο νομικά πρόσωπα -όχι απαραίτητα νομοταγή βέβαια. Κι όσο το δυνατόν: λιγότερο συλλογικά -μόνο ομαδοποιήσεις ορέξεων των ληγμένων αδηφάγων καρχαριών καταλαβαίνει, όχι αλληλλεγγύες και μαλακίες. Όταν λέει ιδιώτης, εννοεί μηχανισμό που επιστρέφει κέρδος και υπερκέρδος. Ούτε στις λέξεις δεν δείχνει συνέπεια το μπάσταρδο. Είναι καιρός να την ονομάσουμε απλά και ίσια “εταιρική πρωτοβουλία” ή, ακριβέστερα, εταιρική πρωτοβουλία στους κόλπους της μαμάς κρατικής νομενκλατούρας που ανομεί και νομοθετεί -ένα πράμα και το αυτό.
Είναι αυτοί που μας πρήζουν τα συκώτια ότι θα γυρίσουμε στο ’60 με την ανομία μας, κι είναι οι ίδιοι που έρχονται κατευθείαν από εκεί: αισθητική χωροφύλακα, πολιτική συνείδηση τσιφλικά, ανάπτυξη πλέη μπουζούκι για μένα. Είναι αυτοί που καταδικάζουν τη βία απ’όπου κι αν προέρχεται. Γιατί αυτοίπροέρχονται από τη βία. Και ενοχλούνται από την αοριστία του απ’όπου, ειδικά όταν δεν κυλάει χρήμα. Βίλα χωρίς πλουσίους, χωρίς ιδιοκτήτες, δεν υφίσταται άλλωστε. Το ξέρουν καλά αυτό. Θέλουν μόνο να το μάθουμε κι εμείς. Αλλά εμείς δεν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου