05 Νοεμβρίου 2012

Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους



Τώρα θα σου αφηγηθώ τι έγινε στο νοσοκομείο. Τον διάλογο που είχα με το γιατρό. Εκεί να με συγχωρείς, αλλά δε μου ρχόταν τίποτ' άλλο στο κεφάλι και δανείστηκα τα δικά σου λόγια, Άσιμε. Δεν έχει όμως τούτο σημασία γιατί και συ δανείστηκες δικές μου εμπειρίες όταν έφτιαξες εκείνο το τραγούδι "Είμαι παλιάνθρωπος". Αλλά καμμιά σημασία δεν έχει τούτο. Το ποιός αντιγράφει ποιον, γιατί κανείς δεν αντιγράφει. Γιατί όλα τούτα υπάρχουν από μόνα τους. Σαν τη ροή του ποταμού. Όχι τον ήχο του νερού, ούτε το ίδιο το ποτάμι. Τη ροή. Τη ροή που υπάρχει εν δύναμει. Όσοι από μας κοιτάξαμε βαθειά εντός, όσοι σκιστήκαμε εντός.
Τέλος πάντων. Εκείνος ο γιατρός υπήρξε ευγενικός. Με ρώτησε αν έχω κανένα πρόβλημα. "Όχι", του λέω, "μήπως έχεις εσύ;"
"Δε μου λες παιδί μου. Τα χαρτιά σου εδώ λένε πως ήσουν φοιτητής και εγκατέλειψες σπουδές και είσαι ανυπόταχτος και τι θα κάνεις μ' αυτό. Και γιατί παιδί μου εγκατέλειψες σπουδές; Θα μπορούσες τώρα να  ήσουν ένας πολύ καλός επιστήμονας".
"Τίποτα", του λέω, "Εγώ κάνω ΚΡΟΚ. Και αφ' ότου ανακάλυψα το ΚΡΟΚ...αλλά εσύ δε μπορείς να καταλάβεις..."
"Δηλαδή", μου λέει αυτός μ' ενδιαφέρον.
"Άκου να δεις", του λέω, "όταν χάνω το κορμί μου...πιάνομαι απ' τις πλεξούδες.
.σκαρφαλώνω." και του λέω όλα αυτά αφήνοντας το σώμα μου ελεύθερο. Τα χέρια μου αρπάξανε τα κοτσιδάκια και το κορμί μου του έδειχνε το πώς γίνεται.
"Δηλαδή γινόσουν άϋλός;". "Όχι", του απάντησα.
Και συνέχισα λέγοντας ακριβώς αυτά που έλεγες εσύ, πως "εγώ μένω σε υπόγειο, και κοιμάμαι κάτω απ' το ταβάνι κι έτσι βρίσκομαι πάνω από τη γη κι εκεί ανακάλυψα το ΚΡΟΚ".
"Μα τι είναι αυτό το ΚΡΟΚ"
"Το Κροκ είναι Κροκ", του απαντώ. "Αλλά είναι και Κροκ. Όπως τρόζει ένα γρανάζι, όπως καταρέει ένας θεσμός, όπως κροκορόζει ένα βρέφος που γεννήθηκε απλά".  
"Πες το σε παρακαλώ πιο δυνατά", μου λέει, "δεν καταλαβαίνω".
"Ανακάλυψα πως υπάρχουν Κροκάνθρωποι", συνεχίζω εγώ, "και πως εγώ είμαι ένας απ' αυτούς". "Α!" μου λέει, "ώστε έτσι".
"Είχες όμως δίκιο", του λέω. "Όντως έχω ένα πρόβλημα. Βρίσκομαι τόσο καιρό να ψάχνω για κροκανθρώπους, αλλά δεν βρίσκω κανέναν."
Ο γιατρός με κοίταζε με συγκατάβαση. Έδειχνε πως προσπαθούσε να με νοιώσει.
Ένας γραφιάς με άσπρη μπλούζα κρατούσε πρακτικά.
"Και δε μου λες παιδί μου. Με την ανυποταξία τι θα κάνεις. Κινδυνεύεις να πας φυλακή. Το ξέρεις; Γιατί εγκατέλειψες το Πανεπιστήμιο;"
"Εγώ", του λέω, "εγώ έδινα εξετάσεις".
"Μα πώς γίνεται αυτό;"
"Ναι!", του λέω, "ίσως να έχεις δίκιο. Νομίζω πως μερικές φορές εκείνοι δε με βλέπανε".
"Δηλαδή γινόσουν άϋλος;"
"Όχι", του απαντώ, "εκεί ήμουνα".
Αυτό ήταν. Ο γιατρός με κοίταξε με συγκατάβαση και μου υποσχέθηκε πως θα φρόντιζε αυτός. Και να μη φοβάμαι και όλα θα πηγαίνανε καλά.
Πράγματι ήρθαν και με πήρανε και με πήγανε και με περάσανε από την επιτροπή, απ' το ίδιο εκείνο μέρος με τη μοκέτα και με έδιωξαν αμέσως. Εκεί δε χρειάστηκε να κάνω τίποτα. Μπήκα κι όρμηξα προς το γραφείο κρατώντας εκείνη τη βίδα στο δεξί μου χέρι. Οι επίτροποι τα χρειαστήκανε και πετάχτηκαν απάνω.
Εγώ απλώς σταμάτησα. Έβγαλα το αριστερό μου χέρι από τη τσέπη και άδειασα σιγά-σιγά όλες τις μαζεμένες γόπες μέσα σ' ένα μεγάλο γυάλινο τασάκι. Ούτε καν που με ρώτησαν τίποτα. Με διώξανε αμέσως.
Αλλά για να μη σε ταλαιπωρήσω άλλο αγαπητέ μου γνώριμε, Νικόλα, θα σου διηγηθώ και το τελευταίο επεισόδιο. Και τα λέω αυτά σε σένα για να τα ξεφορτωθώ.
Είναι η τελευταία φορά που τ' αφηγούμαι. Δεν πρόκειται να μ' απασχολήσουν πια.
Και δεν έχει σημασία αν το μαγνητόφωνό σου γράφει ή είναι χαλασμένο. Εμένα με απασχολεί να ξεμπερδεύω από δαύτα. Αυτά φύγαν από μένα. Κι ίσως και για τούτο διάλεξα εσένα για να τ' αφηγούμαι, που είσαι ο παλιός μου γνώριμος. Κι άμα καταφέρω και ξεφορτωθώ πάντα ολότελα, ακόμα και αυτή τη γνωριμία, σίγουρα θα ξεκολήσω και θα ξαναβρώ τη δύναμή μου.
Γι αυτό άκου λοιπόν και το τελευταίο περιστατικό στο στρατό. Όταν γυρίσαμε με τους καφέδες στο δωμάτιο του γραφιά, οι μισοί απ' τους μουρλούς είχαν πάρει το χαρτί τους κι ήταν έτοιμοι να φύγουν, αλλά ο γυαλάκιας κι εγώ δεν τους αφήσαμε. Τους γυρίσαμ' όλους πισω και πίναμ' όλοι μας καφέ. Ώσπου μπήκε μια κλώσσα. Πώς αλλοιώς να τήνε πεις. Ήταν απ' αυτές που πήγαν να καταταγούνε εθελοντικά στο στράτευμα.
Μούρθε και τραγούδαγα τραγούδια του Νικόλα. "Κι αν μ' έχουν κόψει φέτες...δε φταίνε οι γυναίκες..." κτλ.
Μπαίνει ο Μούλος και της πιάνει την κουβέντα. Εμείς πίναμε καφέ και τραγουδάγαμε. Και ομολογώ τη βρίσκαν όλοι. Πιάνει ξαφνικά τ' αυτί μου τα εξής: "Μα έπρεπε δεσποινίς μου να είχατε έρθει από το πρωί. Το σχολείο έχει αρχίσει απ' το πρωί κι έχετε πολύ καθυστερήσει, αλλά τέλος πάντων κάτι θα κάνουμε. Θα δούμε τι θα κάνουμε..."
Οπότε εγώ αλλάζω ξαφνικά σκοπό και τραγουδάω "Παράτα το σχολείο...κτλ., παράτα το στρατό...κτλ." Και τη βρίσκαν όλοι και ρώταγαν "Που τα ξέρεις ετούτα τα τραγούδια, δικά σου είναι;" Αλλά εκείνη τη φορά ο Μούλος αγριεύει ξαφνικά όπως δεν είχε αγριέψει στη ζωή του έτσι ίσως ποτέ. Ίσως του θίχτηκε το αντρικό του γόητρο γιατί τον ξευτελίζαμε μπροστά σε μια γυναίκα. Φουκαρά και μαλάκα φαλοκράτη. Πόσο εξαρτημένος είσαι από κείνες που καταπιέζεις!!!....
Και πέφτει απάνω μου ουρλιάζοντας. "Εσύ δεν τάφερες ετούτα τα σκουπίδια; Πήγαινε και πέταξέ τα" Και μου δείχνει τους καφέδες και το χαρτονένιο δίσκο. 
"Αδύνατο", του λέω, "μπορεί να κάνω για σερβιτόρος, όποτε μου κάνει κέφι. Αλλά ποτέ δε κάνω με σκουπίδια. Να πας να τα πετάξεις εσύ".
Ο Μούλος τότε αγριεύει πιο πολύ, αλλά ξεσπά πάνω στους άλλους. Και βγάζει έξω όλους τους τρελούς. "Το χαρτί σας το πήρατε! Τι θέλετε μωρέ! Έξω! Έξω! Όλοι έξω!". Μόνο εμένα δεν τολμά να με πλησιάσει. Τότε εγώ του ξαναείπα πως είναι τούβλο και τα γνωστά και δε μπορεί να με καταλάβει και δε θα ξανασχοληθώ με δαύτον και θα τον περιμένω απ' έξω να μου φέρει το χαρτί ο ίδιος.
Κι έτσι βγήκα έξω.
Πράγματι ο Μούλος μούφερε έξω ο ίδιος το χαρτί. Αφού προηγουμένως είχε βάλει έναν φουκαρά φαντάρο να πετάξει τα σκουπίδια. Το παίρνω εγώ και το διαβάζω.
Βλέπω πως απάνω γράφει: "Ψυχωσική συνδρομή σχιζοφρενικού τύπου". Και του το δίνω αμέσως πίσω. Του λέω πως δεν έπρεπε να γράφει έτσι και πως έπρεπε να γράφει "Σχιζοφρενοβλαβίωση".  "Δεν ξέρω εγώ από αυτά", μου λέει. "Να πας πίσω στο νοσοκομείο και να τους το πεις να στο αλλάξουν. Πώς τόπες. Σχι-ζο-βλα-βίω-ση;" Όχι του λέω. Πες το σωστά. "Σχι-ζο-φρε-νο-βλα-βίω-ση". Μπήκε στο λούκι κι επανέλαβε τη λέξη. Μα δεν την έλεγε σωστά. Εγώ περίμενα υπομονετικά και τούκανα μαθήματα ορθοφωνίας. Τελικά κατάφερε και τόπε. "Σχι-ζο-φρε-νο-βλα-βίω-ση". Έτσι πήρα το χαρτί κι έφυγα.
Έχετε γειά Ελληνικά στρατά.
Και όλα τα στρατά του κόσμου έχετε γεια".
Δεν μπορώ να σου χαρίσω τίποτα από την ουσία του ΚΡΟΚ.
Εσύ δεν απουσίασες ποτέ σου στην ουσία. Στην ουσία της απουσίας.
Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να σου δείξω με τα λόγια.
Σου χαρίζω λοιπόν την λεκτουσία.
Ρώτησε κάποιος κάποτε. Παλάβωσες Νικόλα. Γυρίζεις γύρω-γύρω τ' άγαλμα της πλατείας κι επιταχύνεις το ρυθμό κι έχουν περάσει ώρες. Εγώ απάντησα τότε αυτά: Όλοι, ο καθένας, η καθεμιά κάνετε κύκλους παρ' όλο που πάτε ευθεία. Γυρίζετε σα σβούρες και δε παίρνετε χαμπάρι. Προκειμένου να κάνω κύκλους εγώ μπαίνω μέσα στον κύκλο και τον αντιμετωπίζω. Παρ' όλο που βρίσκομαι ακόμα στην περιφέρεια.
Θα φτάσω και στο κέντρο. Πάντως το θυμάμαι. Είχα απαντήσει. Μίλαγα ακόμα με τους ανθρώπους.
Τώρα πια δεν εξηγώ. Τόχω σταματήσει.
Τώρα ξέρω. Ο πάγος υπάρχει. Αυτό είναι.
Ίσως με επηρέασε η κασέτα ή μάλλον ο τρόπος που μου την έδωσε ο Κώστας το πρωί. Και μετά το άγγιγμα που είχα με τη Στέλλα.
Όλο το πρωινό ξεφάντωμα ήταν κι αυτό παραμύθιασμα. Εκείνος ο χορός κι εκείνοι οι χώροι δικό μου κατασκεύασμα. Θέλω το κρατάω. Μπαίνω μέσα. Θέλω το πετάω. Αλλά ξέρω ο πάγος υπάρχει.
Αφού δε μπορώ ν' αντέξω ούτε κι ετούτο δω το σπίτι. Αφού μου φαίνεται ψεύτικο. Αφού ιδρώνω, κάνω προσπάθειες να το ξεπεράσω, λέω πως έχω λάθος, το ξεπερνάω, αλλά και πάλι ξαναϊδρώνω. όπως τότε με τη Χάρις.
Και ξέρω. δεν έχω τίποτε να ξεπεράσω. και φεύγω, και ξανακλείνομαι εδώ. Στο δικό μου μαυσωλείο. Αυτό το σπίτι είναι η τελευταία μου ελπίδα. Από κει περνάει όλος ο κόσμος που γουστάρω κι εγώ το βρίσκω ψεύτικο. Σκέψου πως θάβρισκα τα περιβάλοντα των άλλων, αυτών που ήταν στο χορό μαζί μου. Δε θέλω να κάνω λίμπα όλα τα περιβάλοντα. Φοβάμαι να χάσω την ελπίδα. Την τελευταία μου ελπίδα. Γουστάρω νάταν αλλοιώς. Δε γουστάρω...Γουστάρω...Παραμύθιασμα...Ελπίδα...Θάνατος...Ζωή...Ζωικός...βασίλειο... μέγας...μέγιστος...πανύψηλος...τάπα...κοντός....σουλούπι...ασύληπτος.
Εγώ είμαι συ...εσείς, αυτοί, εμείς, εγώ ειμί...μέσα σας, έξω σας, είσαστε...μέσα μου, έξω μου.
Ελπίδα. το μέσα σας...Ελπίδα. το μέσα μου.
Αλλά αυθεντικό μόνο το έξω. Αλλά ξέχασα.η ελπίδα δεν είναι ΚΡΟΚ.
Πρέπει να βρεις τη δύναμη Νικόλα Άσιμε. Αλλά και το πρέπει δεν είναι ΚΡΟΚ;
Θα περπατήσω στα σύννεφα πατώντας στη γη. Ή θα πετάξω τη γη πατώντας τα σύννεφα.Κι όμως ο πάγος υπάρχει. Με γη, χωρίς γη. Με σύννεφα, χωρίς σύννεφα.
Αλλά εγώ είμαι φωτιά. Φωτιά στον πάγο. Μες τον πάγο.
Από φωτιά και πάγο είναι φτιαγμένος ο κόσμος. Αλλά όχι δε θέλω. φωτιά και γύρω πάγος. Όμως αν ήταν ανάποδα...πάγος στη φωτιά...ο πάγος λιώνει.
Γι αυτό. φωτιά στον πάγο. Ο πάγος με κρατάει. Αυτή είν' η φυλακή μου. Το σύμπαν φωτιά και πάγος. Φωτιά στον πάγο...ο κόσμος υπάρχει.
Αυτή είν' η φυλακή μου.
Πάγος στη φωτιά - ο πάγος λιώνει. Αλλ' όμως μένει μόνο φωτιά. Ο Κόσμος δεν υπάρχει. Εγώ τον κόσμο τον θέλω. δε θέλω να τον κάνω λίμπα.
Αλλά ο κόσμος. Φωτιά στον Πάγο. Εγώ...φωτιά. Κόσμος...η φυλακή μου.
Αν φέρω το πάνω κάτω ή το μέσα έξω ο κόσμος δεν υπάρχει. Γίνεται; Δε γίνεται; Η Δύναμη.ο Πάγος.η Φωτιά.
Ο Κόσμος...μόλις με προσπέρασε. Φοβάμαι, με φοβάται;
Φοβάμαι, με φοβάσαι; Πάλι εσύ στη μέση. Είσαι, δεν είσαι; Είμαι; Όχι, δεν είμαι.
Φόνος; Ναί θάνατος; Ναι. Λύτρωση; Όχι. 
Τότε γιατί; Αλλά εσύ τόπες ετούτο.
Άμα μπαίνει το γιατί ΧΕΣΤΗΚΑΜΕ.
Είπες πως είσαι η τελευταία μου σύνδεση με τον κόσμο.
Ότι φοβάμαι μη τη χάσω.
Αν εγώ κόψω τη τελευταία μου σύνδεση και βρω τη δύναμη,
εσύ θα βρεις τη δύναμη να μην ξεκόψεις από μένα;

Νικόλας Άσιμος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου