30 Μαΐου 2013

ΜΙΚΡΌΚΟΣΜΟΣ


Ο Χρόνος είπε, «Ας φτιάξουμε ένα μικρόκοσμο».
Το σενάριο απλό, ο ήρωας γεμίζει συναισθήματα.
Ο ίδιος νιώθει να πετάει, μα οι άλλοι τον βλέπουν να πέφτει από ύψος.
Ο ίδιος νιώθει ελεύθερος, μα οι άλλοι τον βλέπουν να κρατιέται από σχοινιά.
Ο ίδιος βλέπει γύρω του σύμβολα, γιατί μερικές φορές δεν υπάρχουν λέξεις να εκφράσουν τον κόσμο των συναισθημάτων. Οι άλλοι βλέπουν μουτζούρες.
Ο ίδιος κοιτάει ψηλά και νιώθει την αύρα γύρω του. Οι άλλοι βλέπουν το μαύρο άγνωστο κάτω από τα πόδια του.
Ξαφνικά ο ήρωας ρίχνει το βλέμμα του πάνω στους άλλους. Αυτοί εκπλήσσονται με το άγνωστο χρώμα των ματιών του.
Οι άλλοι δεν είναι από εδώ, απέχουν άπειρες στιγμές από τον κόσμο του.
Τώρα γνωρίζουν ότι αυτοί είναι μόνο σκέψεις, ενώ ο ήρωας είναι αληθινός.
Κι αν κάποτε ο μικρόκοσμος σβήσει και ο ήρωας βρει στο σκοτάδι αυτή την φωτογραφία, θα ερωτευτεί το χρώμα της, θα αιωρηθεί ψηλά και για μια στιγμή όλο το σύμπαν θα γίνει ο μικρόκοσμος του, αγκαλιάζοντας όσα έζησε.


αναδημοσιευση http://www.georgekant.com/?p=3748

03 Μαΐου 2013

καλημερα








Στίχοι:  
Δημοσθένης Κούρτοβικ & Wolf Biermann
Μουσική:  
Θάνος Μικρούτσικος

ερμηνεία Μαρία Δημητριάδη


Τις κρύες γυναίκες που με χαϊδεύουν,
τους ψευτοφίλους που με κολακεύουν,
που απ’ τους άλλους θεν παλικαριά
κι οι ίδιοι όλο λερώνουν τα βρακιά,
σ’ αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σκιστεί,
τους έχω βαρεθεί.

Και πέστε μου αξίζει μια πεντάρα,
των γραφειοκρατών η φάρα,
στήνει με ζήλο περισσό,
στο σβέρκο του λαού χορό,
στης ιστορίας τον χοντρό το κινητή,
την έχω βαρεθεί.

Και τι θα χάναμε χωρίς αυτούς όλους,
τους Ευρωπαίους, τους προφεσόρους,
που καλύτερα θα ξέρανε πολλά,
αν δε γεμίζαν ολοένα την κοιλιά,
υπαλληλίσκοι φοβητσιάρηδες, δούλοι παχιοί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι δάσκαλοι της νεολαίας νταντάδες,
κόβουν στα μέτρα τους τους μαθητάδες,
κάθε σημαίας πλαισιώνουν τους ιστούς,
με ιδεώδεις υποτακτικούς,
που είναι στο μυαλό νωθροί,
μα υπακοή έχουν περισσή,
τους έχω βαρεθεί.

Κι ο παροιμιώδης μέσος ανθρωπάκος,
κέρδος ποτέ μα από παθήματα χορτάτος,
που συνηθίζει στην κάθε βρωμιά,
αρκεί να έχει γεμάτο τον ντορβά
κι επαναστάσεις στ’ όνειρά του αναζητεί,
τον έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.

Κι οι ποιητές με χέρι υγρό,
υμνούνε της πατρίδας τον χαμό,
κάνουν με θέρμη τα στοιχειά στιχάκια,
με τους σοφούς του κράτους τα ‘χουνε πλακάκια,
σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω βαρεθεί.
Σαν χέλια γλοιώδικα έχουν πουληθεί,
τους έχω σιχαθεί.