Ο μαστρο-Στέφανος ήταν στο ίδιο κελί μαζί μου, άντρας λεβέντης στην καρδιά και στην θωριά. Τώρα, όταν τα πίνω σε κάνα ταβερνάκι με χωματένιο πάτωμα, αδειάζω ζούλα κάνα ποτηράκι κρασί ή ούζο για πάρτη του στη γη. Γιατί πάντα, όταν τον θυμάμαι, μια βαθιά πίκρα με σφάζει στην καρδιά. Όχι γιατί τον ρίξανε, πέσατε τόσοι, και μάλιστα οι καλύτεροι, αλλά γιατί πήγε στο απόσπασμα με μια αβάσταχτη και ανεκδήλωτη πίκρα. Ξέρεις τι είναι να’σαι στα χέρια τους, να ‘σαι σ’ αυτό το σφαγείο που λέγεται αίθουσα στρατοδικείου, και να μην έχεις πουθενά ν’ ακουμπήσεις το μάτι σου; Να ‘σαι τριγυρισμένος απ’ αυτές τις αδιάφορες φάτσες που βιάζονται να σε σκοτώσουν για να πάνε να φάνε, όταν εσύ είσαι τόσο φορτισμένος, τόσο γεμάτος από αγάπη κι απελπισία; Ξέρεις πια ότι πεθαίνεις, κάπου μέσα σου νιώθεις την ανάγκη να ακουμπήσεις το μάτι σου σ’ ένα πρόσωπο δικό σου, ν’ αφήσεις πίσω σου μια μνήμη συγκεκριμένη, να πάρεις μαζί σου μια ματιά απόλυτα δική σου, απ’ τον κόσμο αφήνεις… Θυμάμαι πόσο βαθιά πληγώθηκα όταν ύστερα από κάποιους μήνες στην ασφάλεια, με πετάξανε σ’ ένα τζιπ, δεμένο με χειροπέδες παρόλο που δεν μπορούσα να σταθώ όρθιος, περπάταγα με τα τέσσερα… Με φορτώνουν, που λες, σ’ ένα τζιπ για το Γεντί Κουλέ. Θα ‘χε μπει για τα καλά ο Ιούλιος. Περνάγαμε απ’το Βαρδάρη, είχαν σκολάσει τα μαγαζιά, ο κόσμος μυρμήγκιαζε στους δρόμους, φορτωμένος ψώνια. Ακούμπησα τα χέρια μου με τις χειροπέδες στο παραπέτο του τζιπ, μια ματιά, μια ματιά… Ο ένας από τους χαφιέδες με κατάλαβε. «Βλέπεις ρε μαλάκα; Ποιος νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Λες ότι πας να πεθάνεις γι’ αυτούς, ποιος σε ξέρει; Τους βλέπεις; Κάνουν τα ψώνια τους, θα πάνε σπίτι τους, αύριο στα βαποράκια, Περαία, Μπαξέ, Αρέτσου, θάλασσα, παιχνίδι, κορίτσια, ποιος νοιάζεται για σένα, μαλάκα; Πας για εκτέλεση, κι είσαι μονάχα δεκάξι χρονών»… Ένιωσα τέτοια απελπισία, τόση δυστυχία, ώστε μόλις αντάμωσα τους άλλους στην φυλακή, έβαλα τα κλάμματα. Ε, έπρεπε να περάσω πολλά και να διαβάσω πολύ, για να καταλάβω πόσο μοναδικός και πόσο μοναχικός είναι ο δρόμος του επαναστάτη. Διάβασα κάπου πως σ’ ολόκληρο τον κόσμο, δεν υπάρχουν δυο αγόρια, ή δυο κορίτσια όμοια σαν δύο σταγόνες νερό. Το ίδιο συμβαίνει και με τους επαναστάτες.
Ο καθένας κουβαλάει στην συμμετοχή τα δικά του όνειρα, τις δικές του αγάπες, τον δικό του εαυτό, τα δικά του «μπορώ». Αλίμονο αν ήταν αλλιώς. Θα ήμασταν μηχανάκια, ή αμοιβάδες. Και την ιστορία την πουτάνα έτσι την γράφουνε, και οι αστοί και οι κομμουνιστές: Οριζόντια, ισόπεδη, μιλάνε για λαούς, μιλάνε για μάζες, κανένας απ’ αυτούς δεν μπόρεσε ποτέ να νιώσει την ένταση, την κορύφωση και την πτώση κόσμων ολόκληρων, σ’ ένα μονάχα εικοσιτετράωρο απ’ την ζωή του επαναστάτη. Ξέρουν γράμματα, διαβάζουν, γράφουν, και δεν κατάλαβαν ποτέ πως ο κάθε άνθρωπος είναι ένας κόσμος ολόκληρος, είναι μια ολόκληρη ιστορία… Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για την Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο-Στέφανο… Τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη…
Χρόνης Μίσσιος
αστοι ή κομμουνιστές την ιστορία την γράφουν και οι δύο κάθετα γιατί τυφλωμένοι πια απο τις στείρες και δογματικές ιδεολογίες τους δεν αναγνωρίζουν πια άτομα, μόνο μάζες, απρόσωπες μάζες.
και τελικά το έκαναν η ιδεολογία τους θα κατέρρεε. βλέπεις για εκείνους η επανάσταση έρχεται μόλις εκείνοι το αποφασίσουν και οχι όταν έχει ο καθένας ξεχωριστα επίγνωση της κατάστασης και είναι έτοιμος. εκείνοι ακολούθουν τις βουλές των θεών τους και δεν αναρωτιούνται γιατί απέτυχαν όλες η προσπάθειές τους τελικά.
βλέπεις δεν υπολογίζουν τις μειωνότητες μα μπορούν και μιλούν για το δίκαιο και το σωστό. αλήθεια γνωρίζουν οτι ο κάθε άνθρωπος είναι μια ξεχωριστή ιστορία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου