|
κάποτε, αν θυμάμαι καλά πρέπει να ήταν την εποχή που με ενημέρωσαν, ότι τώρα πια είμαι ενήλικη ένας αγαπημένος φίλος και πρωτύτερα καθηγητής μου μου έδωσε να λύσω έναν αλγόριθμο. τότε μάλιστα είχα πάει να τον επισκεφτώ στην Ξάνθη. ξεκίνησα με μια ανείπωτη αισιοδοξία να αποδείξω πως αυτός ο αλγόριθμος για μένα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά ένα παιχνιδάκι. τα λεπτά περνούσαν. και εγώ έβρισκα ρίζες, έκανα συνδυασμούς, αναλογίες έφτιαχνα εξισώσεις. δημιουργούσα κόσμους από την αρχή σαν άλλος μεγαλοδύναμος. και εκεί που νόμιζα ότι η λύση βρέθηκε νασου πάλι που κάποιος αριθμός επαναστατούσε. εγώ, αγύριστο κεφάλι όπως συνηθίζει να με φωνάζει ο πατέρας μου, αρνιόμουν να παραιτηθώ. στο νου μου βλέπεις εξισώνω την παραίτηση με κάθε μορφή προδοσίας.
πιστή λοιπόν στις αξίες μου αναζητούσα νέους μαθηματικούς δρόμους. κάποια αντρική φωνή ακούγονταν στο βάθος. βαδίζεις σε μονοπάτια παράλληλα, στρίγγλιζε, η λύση έτσι είναι αδύνατη, γιατί πολύ απλά δεν εμπεριέχει μαθηματικά.
αδυνατούσα να τον ακούσω. ήμουν βυθισμένη στις σκέψεις μου.
πρέπει να πέρασαν, θα σας γελάσω πόσες ώρες και έπρεπε πια να πάρω το τρένο για την Αθήνα. πίσω στην αρχή. ξανά.
το ταξίδι διήρκεσε περίπου δέκα ώρες. έσπαγα το κεφάλι μου να βρω τη λύση. αδίκως! τίποτα!
πέρασαν οι μέρες και τίποτα.
ξημεροβραδιαζόμουν προσπαθώντας να λύσω μια ακολουθία. μια ακολουθία πανεύκολη όπως τότε μου είχε τονίσει.
έπειτα από μέρες ανησυχίας και διαρκούς παροξυσμού πήρα την απόφαση. θα τον ρωτούσα. έτσι και έγινε.
η λύση είναι η ίδια με το τρόπο που θα αλλάξουμε τον κόσμο. ακούγοντας δηλαδή το δίκιο του διπλανού μας.
αποκρίθηκε εκείνος.
αυτά μου ψιθύρισε ο αγαπημένος μου φίλος και άφησε το ακουστικό χωρίς να ψελλίσει τίποτε άλλο.
η λύση εκείνου του πανεύκολου κατά τα άλλα γρίφου ήταν ότι πιο δύσκολο μπορούσε να ζητήσει κανείς.
να νοιαστούμε δηλαδή για το διπλανό μας αφήνοντας τον εαυτό μας για μια στιγμή στο περιθώριο. πώς θα μπορούσε να το πει αυτό κανείς στο κόσμο; ακουγόταν σχεδόν αιρετικό. και τι θα έκαναν τότε όλοι οι άνθρωποι τον εγωισμό τους; τι θα απογίνονταν χωρίς αυτόν;
τόσα χρόνια έτρεφαν αυτό το καρκίνωμα με όσες δυνάμεις και μέσα τους είχαν απομείνει. πώς θα τους έλεγες τώρα να αποκαθηλώσουν το είδωλο τους και να πορευτούν μονάχοι;
ας μπορούσαν μόνο να κατανοήσουν ότι κάθε άλλο παρά μονάχοι θα ήταν.
από εκεί κάπου τραβώ το νήμα της αναζήτησής και ξεκινώ να βρω το μονοπάτι. ας είναι ξάστερος ο ουρανός και τα φώτα της πόλης σβηστά να μη μας κρύβουν το δρόμο.
απόσπασμα |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου